- παράλυση
- (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της λείας ή ραβδωτής μυϊκής ίνας.
Με τον όρο πάρεση, αντίθετα, εννοείται η ελάττωση και όχι η κατάργηση της κινητικότητας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για διαφορετικής βαρύτητας ποσοτικές διαταραχές της στοιχειώδους εκούσιας κινητικότητας.
Οι π., από την άποψη της προέλευσής τους, διακρίνονται σε οργανικές και λειτουργικές, ανάλογα με το αν οφείλονται σε διαπιστωμένες ή όχι ανατομικές βλάβες. Μπορεί να είναι κεντρικές ή περιφερειακές· οι πρώτες δημιουργούνται από βλάβη του κεντρικού κινητικού νευρώνα, που ξεκινά από τα πυραμιδικά κύτταρα του φλοιού του εγκέφαλου και μεταδίδει τα κινητικά ερεθίσματα στα κινητικά κύτταρα της αντίθετης πλευράς· οι δεύτερες οφείλονται, αντίθετα, σε βλάβη του περιφερειακού κινητικού νευρώνα, που προέρχεται από τα κινητικά κύτταρα του προμήκους ή του νωτιαίου μυελού, ο οποίος μεταδίδει κινητικά ερεθίσματα του φλοιού στους μυς της αντίστοιχης πλευράς του σώματος.
Στις π. που οφείλονται σε βλάβες του κεντρικού κινητικού νευρώνα δεν παρουσιάζονται σοβαρές ατροφίες των αντίστοιχων μυών· αντίθετα, στις π. που οφείλονται σε βλάβη του περιφερειακού κινητικού νευρώνα υπάρχει σοβαρή και πρώιμη ατροφία των αντίστοιχων μυών (όπως στην πολιομυελίτιδα).
Όσον αφορά την κατανομή τους, οι π. διακρίνονται σε ημιπληγία, όταν η π. προσβάλλει το πάνω και κάτω άκρο της μιας πλευράς του σώματος, δεξιά ή αριστερά, σε παραπληγία, όταν η π. προσβάλλει τα δύο κάτω άκρα· τετραπληγία, όταν έχουν προσβληθεί και τα τέσσερα άκρα, και, τέλος, μονοπληγία, όταν πλήττεται ένα μόνο άκρο.
Εκτός αυτών, μιλάμε για σπαστική π., όταν οι μύες που έχουν προσβληθεί από π. παρουσιάζουν αύξηση του μυϊκού τόνου, που μπορεί να φτάσει μέχρι σύσπασης· για χαλαρή π., όταν οι προσβληθέντες μύες παρουσιάζουν ελάττωση του μυϊκού τόνου, γεγονός που αποκαλύπτεται εύκολα με τις παθητικές κινήσεις στις οποίες δεν προβάλλεται καμιά αντίσταση· για ατροφική π., όταν παρατηρείται ελάττωση της μυϊκής μάζας των προσβληθέντων άκρων.
* * *η / παράλυσις, -ύσεως, ΝΑ [παραλύω]αδυναμία ή και νέκρωση τής κινητικής ενέργειας τών μυών, κατάργηση τής εκούσιας κινητικότητας, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ιατρική, οφείλεται σε βλάβη τού νευρικού συστήματος (α. «παράλυση τού χεριού» β. «παράλυσις τής καρδίας», Γαλ.)νεοελλ.1. μτφ. χαλάρωση τής συνοχής ενός πράγματος, αποδιοργάνωση («η απεργία προκάλεσε παράλυση τής συγκοινωνίας»)2. δυσχέρεια κινήσεων, πιάσιμο3. ναρκώδης κατάσταση, νάρκη («παράλυση τού νου»)4. φρ. ιατρ. α) «παιδική παράλυση»ιατρ. παλαιά και εσφαλμένη ονομασία τής πολιομυελίτιδας, επειδή πίστευαν ότι προσέβαλλε μόνο παιδιάβ) «περιοδική παράλυση» — πάθηση, συχνά κληρονομική και οικογενής, η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση παραλύσεων που διαρκούν από μερικά λεπτά έως μερικές ώρες και οφείλονται σε διαταραχή τών χημικών εξεργασιών τής συστολής τών μυών εξαιτίας ανωμαλίας κατά τον μεταβολισμό τού καλίουγ) «γενική προϊούσα παράλυση» — μηνιγγοεγγεφαλίτιδα συφιλιδικής αιτιολογίας με συνδυασμό ψυχικών και νευρικών διαταραχώνδ) «επαλλάσσουσα ή χιαστή παράλυση» — η ημιπληγίαε) «ανιούσα παράλυση» — το σύνδρομο Λαντρύστ) «μαιευτική παράλυση» — παράλυση νεογέννητων που οφείλεται σε βλάβες τού νευρικού, κεντρικού ή περιφερικού, συστήματος κατά τον τοκετόζ) «παράλυση προσωπικού» — παράλυση τής έβδομης εγκεφαλικής συζυγίας ως αποτέλεσμα κεντρικής ή περιφερικής βλάβης που εκδηλώνεται με πτώση τής γωνίας τού στόματος, αδυναμία σύγκλισης τών βλεφάρων κ.λπ.αρχ.1. λύσιμο στα πλάγια ή στα κρυφά, παράνομο άνοιγμα απαγορευμένου πράγματος («ἡ πολυπραγμοσύνη παράλυσις τῶν ἀπορρήτων», Πλούτ.)2. γραμμ. διαίρεση3. το φυτό δελφίνιο.
Dictionary of Greek. 2013.